- κλαβεσίνο(ν)
- και κλαβεσέν, το μουσ.πληκτροφόρο νυκτό όργανο, αλλ. αρπίχορδο, τσέμπαλο ή κλαβιτσέμπαλο, γνωστό και με τον παλαιό όρο κλαβικύμβαλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. clavecin].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλαβεσέν — το μουσ. βλ. κλαβεσίνο … Dictionary of Greek
κλαβικύμβαλο(ν) — το μουσ. το κλαβεσίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. clavecin] … Dictionary of Greek
κλαδοτσύμπανο(ν) — κλαδοτσύμπανο(ν), τὸ (Μ) είδος μουσικού οργάνου, το κλαβικύμβαλο, αλλ. κλαβεσίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παραφθορά τού βεν. clavicembalo] … Dictionary of Greek